εμμηνοστασία

εμμηνοστασία
η
φυσιολογική ή παθολογική διακοπή τής εμμηνορρυσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμμηνοστασία — η (ιατρ.) 1. η εμμηνόπαυση (βλ. λ.). 2. η προσωρινή διακοπή της εμμηνόρροιας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”